σταχυολόγημα

σταχυολόγημα
και σταχολόγημα, το, Ν [σταχυολογώ]
1. το να μαζεύει κάποιος στάχια
2. επιλογή και συλλογή στοιχείων ή αποσπασμάτων από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταχυολόγημα — το 1. το να συγκεντρώνει κάποιος στάχυα. 2. εκλογή των πιο εκλεκτών μερών: Μας παρουσίασε ένα σταχυολόγημα από τα ποιήματα αυτού του ποιητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλάμημα — καλάμημα, τὸ (Α) [καλαμώμαι] σταχυολογία, σταχυολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σταχολόγημα — το, Ν βλ. σταχυολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σύλλεγμα — έγματος, τὸ, Α [συλλέγω] 1. συλλογή, σωρός 2. αγέλη, κοπάδι 3. σταχυολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σταχολόγημα — το βλ. σταχυολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”